Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίνη
δινήεις
δίνημα
δίνησις
δινητός
δίνομον
δῖνος
δίνουμμον
δινόω
δίνω
δινώδης
δινωτός
διξᾶται
δίξεστον
δίξοος
δίξυλος
διο
διό
διοβλής
διόβλητος
διόβολος
View word page
δινώδης
eddying

ShortDef

eddying

Debugging

Headword:
δινώδης
Headword (normalized):
δινώδης
Headword (normalized/stripped):
δινωδης
IDX:
23062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23063
Key:

Data

{'content': 'eddying'}