Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
δίνημα
δίνησις
δινητός
δίνομον
δῖνος
δίνουμμον
δινόω
δίνω
δινώδης
δινωτός
διξᾶται
δίξεστον
δίξοος
δίξυλος
διο
διό
διοβλής
View word page
δινόω
turn with a lathe
ShortDef
turn with a lathe
Debugging
Headword:
δινόω
Headword (normalized):
δινόω
Headword (normalized/stripped):
δινοω
IDX:
23060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23061
Key:
Data
{'content': 'turn with a lathe'}