Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἶρα
αἱρέσια
αἱρεσιαρχέω
αἱρεσιάρχης
αἱρέσιμος
αἱρεσιομάχος
αἵρεσις
αἱρεσιώτης
αἱρετέος
αἱρετής
αἱρετίζω
αἱρετικός
αἱρετίς
αἱρετιστής
αἱρετός
αἱρέω
αἱρησιτείχης
αἴρινος
αἰρολογέω
αἰρόπινον
ἄϊρος
View word page
αἱρετίζω
to choose, select

ShortDef

to choose, select

Debugging

Headword:
αἱρετίζω
Headword (normalized):
αἱρετίζω
Headword (normalized/stripped):
αιρετιζω
IDX:
2305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2306
Key:

Data

{'content': 'to choose, select'}