Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διμοιρίτης
δίμοιρος
δίμορφος
διμόρφωτος
δίμυξος
δινάκω
δινάω
Δινδυμήνη
δίνευμα
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
δίνημα
δίνησις
δινητός
δίνομον
δῖνος
δίνουμμον
δινόω
δίνω
View word page
δινέω
to whirl

ShortDef

to whirl

Debugging

Headword:
δινέω
Headword (normalized):
δινέω
Headword (normalized/stripped):
δινεω
IDX:
23051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23052
Key:

Data

{'content': 'to whirl'}