Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διμοιρία
διμοιριαῖος
διμοιρίτης
δίμοιρος
δίμορφος
διμόρφωτος
δίμυξος
δινάκω
δινάω
Δινδυμήνη
δίνευμα
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
δίνημα
δίνησις
δινητός
δίνομον
δῖνος
δίνουμμον
View word page
δίνευμα
a whirling round

ShortDef

a whirling round

Debugging

Headword:
δίνευμα
Headword (normalized):
δίνευμα
Headword (normalized/stripped):
δινευμα
IDX:
23049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23050
Key:

Data

{'content': 'a whirling round'}