Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διμνααῖος
διμναῖος
διμοιραῖος
διμοιρία
διμοιριαῖος
διμοιρίτης
δίμοιρος
δίμορφος
διμόρφωτος
δίμυξος
δινάκω
δινάω
Δινδυμήνη
δίνευμα
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
δίνημα
δίνησις
δινητός
View word page
δινάκω
change, amend

ShortDef

change, amend

Debugging

Headword:
δινάκω
Headword (normalized):
δινάκω
Headword (normalized/stripped):
δινακω
IDX:
23046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23047
Key:

Data

{'content': 'change, amend'}