Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίμιτρος
διμνααῖος
διμναῖος
διμοιραῖος
διμοιρία
διμοιριαῖος
διμοιρίτης
δίμοιρος
δίμορφος
διμόρφωτος
δίμυξος
δινάκω
δινάω
Δινδυμήνη
δίνευμα
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
δίνημα
δίνησις
View word page
δίμυξος
with two wicks
ShortDef
with two wicks
Debugging
Headword:
δίμυξος
Headword (normalized):
δίμυξος
Headword (normalized/stripped):
διμυξος
IDX:
23045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23046
Key:
Data
{'content': 'with two wicks'}