Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διμήτωρ
δίμιτος
δίμιτρος
διμνααῖος
διμναῖος
διμοιραῖος
διμοιρία
διμοιριαῖος
διμοιρίτης
δίμοιρος
δίμορφος
διμόρφωτος
δίμυξος
δινάκω
δινάω
Δινδυμήνη
δίνευμα
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
View word page
δίμορφος
two-formed

ShortDef

two-formed

Debugging

Headword:
δίμορφος
Headword (normalized):
δίμορφος
Headword (normalized/stripped):
διμορφος
IDX:
23043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23044
Key:

Data

{'content': 'two-formed'}