Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίμηρον
διμήτωρ
δίμιτος
δίμιτρος
διμνααῖος
διμναῖος
διμοιραῖος
διμοιρία
διμοιριαῖος
διμοιρίτης
δίμοιρος
δίμορφος
διμόρφωτος
δίμυξος
δινάκω
δινάω
Δινδυμήνη
δίνευμα
δινεύω
δινέω
δίνη
View word page
δίμοιρος
divided in two, double

ShortDef

divided in two, double

Debugging

Headword:
δίμοιρος
Headword (normalized):
δίμοιρος
Headword (normalized/stripped):
διμοιρος
IDX:
23042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23043
Key:

Data

{'content': 'divided in two, double'}