Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διμηνιαῖος
δίμηνος
δίμηρον
διμήτωρ
δίμιτος
δίμιτρος
διμνααῖος
διμναῖος
διμοιραῖος
διμοιρία
διμοιριαῖος
διμοιρίτης
δίμοιρος
δίμορφος
διμόρφωτος
δίμυξος
δινάκω
δινάω
Δινδυμήνη
δίνευμα
δινεύω
View word page
διμοιριαῖος
of two-thirds
ShortDef
of two-thirds
Debugging
Headword:
διμοιριαῖος
Headword (normalized):
διμοιριαῖος
Headword (normalized/stripped):
διμοιριαιος
IDX:
23040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23041
Key:
Data
{'content': 'of two-thirds'}