Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διμηνία
διμηνιαῖος
δίμηνος
δίμηρον
διμήτωρ
δίμιτος
δίμιτρος
διμνααῖος
διμναῖος
διμοιραῖος
διμοιρία
διμοιριαῖος
διμοιρίτης
δίμοιρος
δίμορφος
διμόρφωτος
δίμυξος
δινάκω
δινάω
Δινδυμήνη
δίνευμα
View word page
διμοιρία
a double share
ShortDef
a double share
Debugging
Headword:
διμοιρία
Headword (normalized):
διμοιρία
Headword (normalized/stripped):
διμοιρια
IDX:
23039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23040
Key:
Data
{'content': 'a double share'}