Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Αἰπύτιος
Αἴπυτος
αἶρα
αἱρέσια
αἱρεσιαρχέω
αἱρεσιάρχης
αἱρέσιμος
αἱρεσιομάχος
αἵρεσις
αἱρεσιώτης
αἱρετέος
αἱρετής
αἱρετίζω
αἱρετικός
αἱρετίς
αἱρετιστής
αἱρετός
αἱρέω
αἱρησιτείχης
αἴρινος
αἰρολογέω
View word page
αἱρετέος
to be taken, desirable

ShortDef

to be taken, desirable

Debugging

Headword:
αἱρετέος
Headword (normalized):
αἱρετέος
Headword (normalized/stripped):
αιρετεος
IDX:
2303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2304
Key:

Data

{'content': 'to be taken, desirable'}