Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διμέτωπος
διμηνία
διμηνιαῖος
δίμηνος
δίμηρον
διμήτωρ
δίμιτος
δίμιτρος
διμνααῖος
διμναῖος
διμοιραῖος
διμοιρία
διμοιριαῖος
διμοιρίτης
δίμοιρος
δίμορφος
διμόρφωτος
δίμυξος
δινάκω
δινάω
Δινδυμήνη
View word page
διμοιραῖος
at two-thirds of the legal maximum

ShortDef

at two-thirds of the legal maximum

Debugging

Headword:
διμοιραῖος
Headword (normalized):
διμοιραῖος
Headword (normalized/stripped):
διμοιραιος
IDX:
23038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23039
Key:

Data

{'content': 'at two-thirds of the legal maximum'}