Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διμέδιμνον
δίμελος
διμερής
διμέτρητος
δίμετρος
διμέτωπος
διμηνία
διμηνιαῖος
δίμηνος
δίμηρον
διμήτωρ
δίμιτος
δίμιτρος
διμνααῖος
διμναῖος
διμοιραῖος
διμοιρία
διμοιριαῖος
διμοιρίτης
δίμοιρος
δίμορφος
View word page
διμήτωρ
twice-born

ShortDef

twice-born

Debugging

Headword:
διμήτωρ
Headword (normalized):
διμήτωρ
Headword (normalized/stripped):
διμητωρ
IDX:
23033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23034
Key:

Data

{'content': 'twice-born'}