Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίλοφος
διλοχία
διλοχίτης
δίμαλλος
διμάχαιρος
διμάχης
διμέδιμνον
δίμελος
διμερής
διμέτρητος
δίμετρος
διμέτωπος
διμηνία
διμηνιαῖος
δίμηνος
δίμηρον
διμήτωρ
δίμιτος
δίμιτρος
διμνααῖος
διμναῖος
View word page
δίμετρος
having two metres
ShortDef
having two metres
Debugging
Headword:
δίμετρος
Headword (normalized):
δίμετρος
Headword (normalized/stripped):
διμετρος
IDX:
23027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23028
Key:
Data
{'content': 'having two metres'}