Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰπυπλανής
αἰπύς
Αἰπύτιος
Αἴπυτος
αἶρα
αἱρέσια
αἱρεσιαρχέω
αἱρεσιάρχης
αἱρέσιμος
αἱρεσιομάχος
αἵρεσις
αἱρεσιώτης
αἱρετέος
αἱρετής
αἱρετίζω
αἱρετικός
αἱρετίς
αἱρετιστής
αἱρετός
αἱρέω
αἱρησιτείχης
View word page
αἵρεσις
a taking especially
ShortDef
a taking especially
Debugging
Headword:
αἵρεσις
Headword (normalized):
αἵρεσις
Headword (normalized/stripped):
αιρεσις
IDX:
2301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2302
Key:
Data
{'content': 'a taking especially'}