Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίλημμα
διλήμματος
διλήμνιον
δίληπτος
διλιτραῖος
δίλιτρον
διλογέω
διλογία
δίλογος
δίλογχος
δίλοφος
διλοχία
διλοχίτης
δίμαλλος
διμάχαιρος
διμάχης
διμέδιμνον
δίμελος
διμερής
διμέτρητος
δίμετρος
View word page
δίλοφος
double-crested
ShortDef
double-crested
Debugging
Headword:
δίλοφος
Headword (normalized):
δίλοφος
Headword (normalized/stripped):
διλοφος
IDX:
23017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23018
Key:
Data
{'content': 'double-crested'}