Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διλήκυθον
δίλημμα
διλήμματος
διλήμνιον
δίληπτος
διλιτραῖος
δίλιτρον
διλογέω
διλογία
δίλογος
δίλογχος
δίλοφος
διλοχία
διλοχίτης
δίμαλλος
διμάχαιρος
διμάχης
διμέδιμνον
δίμελος
διμερής
διμέτρητος
View word page
δίλογχος
double-pointed, two-fold

ShortDef

double-pointed, two-fold

Debugging

Headword:
δίλογχος
Headword (normalized):
δίλογχος
Headword (normalized/stripped):
διλογχος
IDX:
23016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23017
Key:

Data

{'content': 'double-pointed, two-fold'}