Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίκωπος
δίλασσον
διλέκιθος
διλήκυθον
δίλημμα
διλήμματος
διλήμνιον
δίληπτος
διλιτραῖος
δίλιτρον
διλογέω
διλογία
δίλογος
δίλογχος
δίλοφος
διλοχία
διλοχίτης
δίμαλλος
διμάχαιρος
διμάχης
διμέδιμνον
View word page
διλογέω
to say again, repeat

ShortDef

to say again, repeat

Debugging

Headword:
διλογέω
Headword (normalized):
διλογέω
Headword (normalized/stripped):
διλογεω
IDX:
23013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23014
Key:

Data

{'content': 'to say again, repeat'}