Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικωλία
δίκωλος
δικωπέω
δικωπία
δίκωπος
δίλασσον
διλέκιθος
διλήκυθον
δίλημμα
διλήμματος
διλήμνιον
δίληπτος
διλιτραῖος
δίλιτρον
διλογέω
διλογία
δίλογος
δίλογχος
δίλοφος
διλοχία
διλοχίτης
View word page
διλήμνιον
double lemniscus

ShortDef

double lemniscus

Debugging

Headword:
διλήμνιον
Headword (normalized):
διλήμνιον
Headword (normalized/stripped):
διλημνιον
IDX:
23009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23010
Key:

Data

{'content': 'double lemniscus'}