Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικτυωτός
δίκυκλος
δίκυμος
δίκυρτος
δικωλία
δίκωλος
δικωπέω
δικωπία
δίκωπος
δίλασσον
διλέκιθος
διλήκυθον
δίλημμα
διλήμματος
διλήμνιον
δίληπτος
διλιτραῖος
δίλιτρον
διλογέω
διλογία
δίλογος
View word page
διλέκιθος
with two yolks

ShortDef

with two yolks

Debugging

Headword:
διλέκιθος
Headword (normalized):
διλέκιθος
Headword (normalized/stripped):
διλεκιθος
IDX:
23005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23006
Key:

Data

{'content': 'with two yolks'}