Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικτυουλκός
δίκτυπος
δίκτυς
δικτυωτός
δίκυκλος
δίκυμος
δίκυρτος
δικωλία
δίκωλος
δικωπέω
δικωπία
δίκωπος
δίλασσον
διλέκιθος
διλήκυθον
δίλημμα
διλήμματος
διλήμνιον
δίληπτος
διλιτραῖος
δίλιτρον
View word page
δικωπία
a pair of sculls
ShortDef
a pair of sculls
Debugging
Headword:
δικωπία
Headword (normalized):
δικωπία
Headword (normalized/stripped):
δικωπια
IDX:
23002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23003
Key:
Data
{'content': 'a pair of sculls'}