Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικτυόομαι
δικτυοπλόκος
δικτυουλκός
δίκτυπος
δίκτυς
δικτυωτός
δίκυκλος
δίκυμος
δίκυρτος
δικωλία
δίκωλος
δικωπέω
δικωπία
δίκωπος
δίλασσον
διλέκιθος
διλήκυθον
δίλημμα
διλήμματος
διλήμνιον
δίληπτος
View word page
δίκωλος
with two limbs

ShortDef

with two limbs

Debugging

Headword:
δίκωλος
Headword (normalized):
δίκωλος
Headword (normalized/stripped):
δικωλος
IDX:
23000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23001
Key:

Data

{'content': 'with two limbs'}