Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικτυοειδής
δικτυοθήρας
δικτυοθηρευτική
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δικτυόομαι
δικτυοπλόκος
δικτυουλκός
δίκτυπος
δίκτυς
δικτυωτός
δίκυκλος
δίκυμος
δίκυρτος
δικωλία
δίκωλος
δικωπέω
δικωπία
δίκωπος
δίλασσον
διλέκιθος
View word page
δικτυωτός
made in net-fashion

ShortDef

made in net-fashion

Debugging

Headword:
δικτυωτός
Headword (normalized):
δικτυωτός
Headword (normalized/stripped):
δικτυωτος
IDX:
22995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22996
Key:

Data

{'content': 'made in net-fashion'}