Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικτυεία
δικτυεύς
Δίκτυννα
δικτυοειδής
δικτυοθήρας
δικτυοθηρευτική
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δικτυόομαι
δικτυοπλόκος
δικτυουλκός
δίκτυπος
δίκτυς
δικτυωτός
δίκυκλος
δίκυμος
δίκυρτος
δικωλία
δίκωλος
δικωπέω
δικωπία
View word page
δικτυουλκός
drawing nets
ShortDef
drawing nets
Debugging
Headword:
δικτυουλκός
Headword (normalized):
δικτυουλκός
Headword (normalized/stripped):
δικτυουλκος
IDX:
22992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22993
Key:
Data
{'content': 'drawing nets'}