Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικτυβολέω
δικτυβόλος
δικτυεία
δικτυεύς
Δίκτυννα
δικτυοειδής
δικτυοθήρας
δικτυοθηρευτική
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δικτυόομαι
δικτυοπλόκος
δικτυουλκός
δίκτυπος
δίκτυς
δικτυωτός
δίκυκλος
δίκυμος
δίκυρτος
δικωλία
δίκωλος
View word page
δικτυόομαι
to be caught in a net

ShortDef

to be caught in a net

Debugging

Headword:
δικτυόομαι
Headword (normalized):
δικτυόομαι
Headword (normalized/stripped):
δικτυοομαι
IDX:
22990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22991
Key:

Data

{'content': 'to be caught in a net'}