Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικταμνίτης
δικταμνοειδές
δίκταμνον
δικτατορία
δικτάτωρ
δικτυαγωγός
δικτυαρχέω
δικτυβολέω
δικτυβόλος
δικτυεία
δικτυεύς
Δίκτυννα
δικτυοειδής
δικτυοθήρας
δικτυοθηρευτική
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δικτυόομαι
δικτυοπλόκος
δικτυουλκός
δίκτυπος
View word page
δικτυεύς
one who fishes with nets

ShortDef

one who fishes with nets

Debugging

Headword:
δικτυεύς
Headword (normalized):
δικτυεύς
Headword (normalized/stripped):
δικτυευς
IDX:
22983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22984
Key:

Data

{'content': 'one who fishes with nets'}