Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίκρεας
δίκροος
δίκρος
δικρόσσιον
δίκροσσος
δικροτίζω
δίκροτος
δίκρουνος
Δικταῖος
δικταμνίτης
δικταμνοειδές
δίκταμνον
δικτατορία
δικτάτωρ
δικτυαγωγός
δικτυαρχέω
δικτυβολέω
δικτυβόλος
δικτυεία
δικτυεύς
Δίκτυννα
View word page
δικταμνοειδές
plant
ShortDef
plant
Debugging
Headword:
δικταμνοειδές
Headword (normalized):
δικταμνοειδές
Headword (normalized/stripped):
δικταμνοειδες
IDX:
22974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22975
Key:
Data
{'content': 'plant'}