Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρεας
δίκροος
δίκρος
δικρόσσιον
δίκροσσος
δικροτίζω
δίκροτος
δίκρουνος
Δικταῖος
δικταμνίτης
δικταμνοειδές
δίκταμνον
δικτατορία
δικτάτωρ
δικτυαγωγός
δικτυαρχέω
δικτυβολέω
δικτυβόλος
View word page
δίκρουνος
with two springs
ShortDef
with two springs
Debugging
Headword:
δίκρουνος
Headword (normalized):
δίκρουνος
Headword (normalized/stripped):
δικρουνος
IDX:
22971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22972
Key:
Data
{'content': 'with two springs'}