Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίκρανον
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρεας
δίκροος
δίκρος
δικρόσσιον
δίκροσσος
δικροτίζω
δίκροτος
δίκρουνος
Δικταῖος
δικταμνίτης
δικταμνοειδές
δίκταμνον
δικτατορία
δικτάτωρ
δικτυαγωγός
δικτυαρχέω
δικτυβολέω
View word page
δίκροτος
double-beating, with just two banks of oars manned

ShortDef

double-beating, with just two banks of oars manned

Debugging

Headword:
δίκροτος
Headword (normalized):
δίκροτος
Headword (normalized/stripped):
δικροτος
IDX:
22970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22971
Key:

Data

{'content': 'double-beating, with just two banks of oars manned'}