Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικρανίζω
δίκρανον
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρεας
δίκροος
δίκρος
δικρόσσιον
δίκροσσος
δικροτίζω
δίκροτος
δίκρουνος
Δικταῖος
δικταμνίτης
δικταμνοειδές
δίκταμνον
δικτατορία
δικτάτωρ
δικτυαγωγός
δικτυαρχέω
View word page
δικροτίζω
beat double
ShortDef
beat double
Debugging
Headword:
δικροτίζω
Headword (normalized):
δικροτίζω
Headword (normalized/stripped):
δικροτιζω
IDX:
22969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22970
Key:
Data
{'content': 'beat double'}