Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανον
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρεας
δίκροος
δίκρος
δικρόσσιον
δίκροσσος
δικροτίζω
δίκροτος
δίκρουνος
Δικταῖος
δικταμνίτης
δικταμνοειδές
δίκταμνον
View word page
δίκροος
forked, cloven, bifurcate
ShortDef
forked, cloven, bifurcate
Debugging
Headword:
δίκροος
Headword (normalized):
δίκροος
Headword (normalized/stripped):
δικροος
IDX:
22965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22966
Key:
Data
{'content': 'forked, cloven, bifurcate'}