Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανον
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρεας
δίκροος
δίκρος
δικρόσσιον
δίκροσσος
δικροτίζω
δίκροτος
δίκρουνος
Δικταῖος
δικταμνίτης
δικταμνοειδές
View word page
δίκρεας
double portion of meat

ShortDef

double portion of meat

Debugging

Headword:
δίκρεας
Headword (normalized):
δίκρεας
Headword (normalized/stripped):
δικρεας
IDX:
22964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22965
Key:

Data

{'content': 'double portion of meat'}