Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικοτέχνης
δικοτύλιον
δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανον
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρεας
δίκροος
δίκρος
δικρόσσιον
δίκροσσος
δικροτίζω
δίκροτος
δίκρουνος
Δικταῖος
View word page
δικρανοφόρος
furcifer
ShortDef
furcifer
Debugging
Headword:
δικρανοφόρος
Headword (normalized):
δικρανοφόρος
Headword (normalized/stripped):
δικρανοφορος
IDX:
22962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22963
Key:
Data
{'content': 'furcifer'}