Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικόρυφος
δικοτέχνης
δικοτύλιον
δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανον
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρεας
δίκροος
δίκρος
δικρόσσιον
δίκροσσος
δικροτίζω
δίκροτος
δίκρουνος
View word page
δίκρανος
two-headed
ShortDef
two-headed
Debugging
Headword:
δίκρανος
Headword (normalized):
δίκρανος
Headword (normalized/stripped):
δικρανος
IDX:
22961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22962
Key:
Data
{'content': 'two-headed'}