Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
δικοτύλιον
δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανον
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρεας
δίκροος
δίκρος
δικρόσσιον
δίκροσσος
View word page
δίκραιρος
two-horned
ShortDef
two-horned
Debugging
Headword:
δίκραιρος
Headword (normalized):
δίκραιρος
Headword (normalized/stripped):
δικραιρος
IDX:
22958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22959
Key:
Data
{'content': 'two-horned'}