Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
δικοτύλιον
δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανον
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρεας
δίκροος
δίκρος
δικρόσσιον
View word page
δικραιότης
division

ShortDef

division

Debugging

Headword:
δικραιότης
Headword (normalized):
δικραιότης
Headword (normalized/stripped):
δικραιοτης
IDX:
22957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22958
Key:

Data

{'content': 'division'}