Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
δικοτύλιον
δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανον
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρεας
δίκροος
δίκρος
View word page
δίκραιος
forked, cleft
ShortDef
forked, cleft
Debugging
Headword:
δίκραιος
Headword (normalized):
δίκραιος
Headword (normalized/stripped):
δικραιος
IDX:
22956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22957
Key:
Data
{'content': 'forked, cleft'}