Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίκορος
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
δικοτύλιον
δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανον
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρεας
δίκροος
View word page
δικραιόομαι
branch, fork
ShortDef
branch, fork
Debugging
Headword:
δικραιόομαι
Headword (normalized):
δικραιόομαι
Headword (normalized/stripped):
δικραιοομαι
IDX:
22955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22956
Key:
Data
{'content': 'branch, fork'}