Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
δικοτύλιον
δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανον
δίκρανος
View word page
δικόρυφος
two-peaked

ShortDef

two-peaked

Debugging

Headword:
δικόρυφος
Headword (normalized):
δικόρυφος
Headword (normalized/stripped):
δικορυφος
IDX:
22951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22952
Key:

Data

{'content': 'two-peaked'}