Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
δικοτύλιον
δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανον
View word page
δικόρυμβος
two-pointed, two-peaked

ShortDef

two-pointed, two-peaked

Debugging

Headword:
δικόρυμβος
Headword (normalized):
δικόρυμβος
Headword (normalized/stripped):
δικορυμβος
IDX:
22950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22951
Key:

Data

{'content': 'two-pointed, two-peaked'}