Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
δικοτύλιον
δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
View word page
δίκορσος
two-headed
ShortDef
two-headed
Debugging
Headword:
δίκορσος
Headword (normalized):
δίκορσος
Headword (normalized/stripped):
δικορσος
IDX:
22949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22950
Key:
Data
{'content': 'two-headed'}