Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
δικοτύλιον
δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
View word page
δικορραφέω
to get up a lawsuit

ShortDef

to get up a lawsuit

Debugging

Headword:
δικορραφέω
Headword (normalized):
δικορραφέω
Headword (normalized/stripped):
δικορραφεω
IDX:
22946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22947
Key:

Data

{'content': 'to get up a lawsuit'}