Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
δικοτύλιον
δικότυλος
δικραιόομαι
View word page
δίκορος
having a double pupil

ShortDef

having a double pupil

Debugging

Headword:
δίκορος
Headword (normalized):
δίκορος
Headword (normalized/stripped):
δικορος
IDX:
22945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22946
Key:

Data

{'content': 'having a double pupil'}