Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
δικοτύλιον
δικότυλος
View word page
δίκορμος
with two trunks

ShortDef

with two trunks

Debugging

Headword:
δίκορμος
Headword (normalized):
δίκορμος
Headword (normalized/stripped):
δικορμος
IDX:
22944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22945
Key:

Data

{'content': 'with two trunks'}