Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίκοκκος
δικόλλυβος
δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
View word page
δικόνδυλος
double-knuckled
ShortDef
double-knuckled
Debugging
Headword:
δικόνδυλος
Headword (normalized):
δικόνδυλος
Headword (normalized/stripped):
δικονδυλος
IDX:
22942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22943
Key:
Data
{'content': 'double-knuckled'}