Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικογραφικῶς
δικογράφος
δικοδίφης
δίκοκκος
δικόλλυβος
δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
View word page
δικολύμης
one who destroys by lawsuits

ShortDef

one who destroys by lawsuits

Debugging

Headword:
δικολύμης
Headword (normalized):
δικολύμης
Headword (normalized/stripped):
δικολυμης
IDX:
22939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22940
Key:

Data

{'content': 'one who destroys by lawsuits'}