Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικλίς
δικογραφία
δικογραφικῶς
δικογράφος
δικοδίφης
δίκοκκος
δικόλλυβος
δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορραφέω
δικορραφία
View word page
δικόλουρος
doubly truncated

ShortDef

doubly truncated

Debugging

Headword:
δικόλουρος
Headword (normalized):
δικόλουρος
Headword (normalized/stripped):
δικολουρος
IDX:
22937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22938
Key:

Data

{'content': 'doubly truncated'}