Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίκληρος
δικλίς
δικογραφία
δικογραφικῶς
δικογράφος
δικοδίφης
δίκοκκος
δικόλλυβος
δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορραφέω
View word page
δικολόγος
a pleader, advocate

ShortDef

a pleader, advocate

Debugging

Headword:
δικολόγος
Headword (normalized):
δικολόγος
Headword (normalized/stripped):
δικολογος
IDX:
22936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22937
Key:

Data

{'content': 'a pleader, advocate'}