Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίκηλος
δίκησις
δικηφόρος
δικίδιον
δίκληρος
δικλίς
δικογραφία
δικογραφικῶς
δικογράφος
δικοδίφης
δίκοκκος
δικόλλυβος
δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
View word page
δίκοκκος
with two grains
ShortDef
with two grains
Debugging
Headword:
δίκοκκος
Headword (normalized):
δίκοκκος
Headword (normalized/stripped):
δικοκκος
IDX:
22932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22933
Key:
Data
{'content': 'with two grains'}